- θαλάσσωμα
- το1. κατάδυση ή καθέλκυση στη θάλασσα2. αναστάτωση, ακαταστασία3. ζωολ. πολύχρωμο ψάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία από τον Δημήτρ. Γρηγ. Καμπούρογλου. Με τη σημασία 3 η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thalassoma].
Dictionary of Greek. 2013.